αμπώνω

αμπώνω
βλ. αμπώθω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… …   Dictionary of Greek

  • αμπώθω — και αμπώχνω και αμπώνω αόρ. άμπωσα και άμπωξα, απωθώ, σπρώχνω κάποιον: Αμπώχνοντας αμπώχνοντας ο σκαντζόχοιρος έδιωξε το λαγό από τη φωλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”